- ἐπιπροτέρωσε
- ἐπιπροτέρωσεstill fartherindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιπροτέρωσε — ἐπιπροτέρωσε (Α) [προτέρωσε] επίρρ. προς τα εμπρός, σε μάκρος, ακόμη μακρύτερα («ἐπιπροτέρωσε θέοντες», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek